- αγκειάζω
- [άγκειος]1. (συνήθως στο γ' εν.) αγκειάζειγια τόπο που εκ φύσεως προφυλάσσεται από τον άνεμο ή τη βροχή2. (ως προσωπικό ρήμα) καταφεύγω σε μέρος κατάλληλο να μέ προστατεύσει από τον άνεμο ή τη βροχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.